απλοχέρης, -α, -ικο

απλοχέρης, -α, -ικο
απλοχέρης, -α, -ικο και απλόχερος, -η, -ο επίρρ. απλόχερα ανοιχτοχέρης, σπάταλος: Ήταν άνθρωπος απλοχέρης, όχι όμως σπάταλος. Ουσ., απλοχεριά, η το να είναι κανείς απλοχέρης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απλοχέρης — α, ικο κ. απλόχερος, η, ο 1. ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος 2. αυτός που ξοδεύει χωρίς να λογαριάζει τα οικονομικά του, σπάταλος 3. αυτός που απλώνει χέρι στα ξένα πράγματα, ο κλέφτης …   Dictionary of Greek

  • ανοιχτοχέρης — α, ικο γεναιόδωρος, απλόχερης, κουβαρντάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”